Η συζήτηση για την επιχειρούμενη μετατροπή των Δημόσιων Μουσείων σε ΝΠΔΔ πρέπει να ενεργοποιήσει όλους τους πολίτες. Καθώς η διάκριση αυτών των δύο μοντέλων διοίκησης δεν είναι ευδιάκριτη και παράλληλα η επιχειρηματολογία όσων αντιστρατευόμαστε αυτή την μετατροπή, αποκρύβεται και απαξιώνεται υστερόβουλα από τα συστημικά ΜΜΕ, οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι και συγκεκριμένοι:
ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΥΠΠΟΑ
Συναντούμε δύο τύπους διοίκησης χωρίς ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους:
α) τα μουσεία που διοικητικά λειτουργούν εντός των Εφορειών Αρχαιοτήτων και συνδέονται με συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο (π.χ. Δελφοί, Ολυμπία κ.α.), και
β) δέκα μεγάλα μουσεία που είτε λόγω των υπερτοπικών συλλογών τους (εξάλλου αυτός είναι κι ένας από τους λόγους ίδρυσής τους), είτε λόγω της ιδιαίτερης σημασίας των ευρημάτων που εκτίθενται σ’ αυτά, είτε επειδή εκθέτουν τεχνήματα από ειδικές εποχές και πολιτιστικές φάσεις (π.χ. Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα), μέχρι σήμερα λειτουργούν ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες σε επίπεδο Διεύθυνσης ενταγμένες στον Οργανισμό του ΥΠΠΟΑ.
ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΠΟΑ ΩΣ ΝΠΔΔ Η ΝΠΙΔ
Πρόκειται για περιπτώσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ειδικές. Παράδειγμα το Μουσείο Ακρόπολης, από την ίδρυσή του το 2009 λειτουργούσε με δύο νομικά πρόσωπα διαχειριστές του ίδιου μουσείου, το ΝΠΙΔ Οργανισμός για την Ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (ΟΑΝΜΑ) και το ΝΠΔΔ Νέο Μουσείο Ακρόπολης (ΝΜΑ). Μόλις το 2019 το ΝΠΙΔ ΟΑΝΜΑ καταργήθηκε και οι εργαζόμενοι με ρύθμιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προστατεύθηκαν και πέρασαν στο ΝΠΔΔ Νέο Μουσείο Ακρόπολης (ΝΜΑ). Για το ΝΜΑ έχει αναπτυχθεί πλούσιος διάλογος για την ανάγκη να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον αρχαιολογικό χώρο, ενταγμένο πλήρως Αρχαιολογική Υπηρεσία και οργανικό μέλος της ενιαίας δημόσιας πολιτιστικής πολιτικής που πρέπει να ασκείται σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Επίσης το Μουσείο Κανελλοπούλου λειτουργεί ως ΝΠΔΔ, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε πρώην ιδιωτική συλλογή που δωρίστηκε στο κράτος με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Παρόμοια ισχύουν και για το καταταλαιπωρημένο και κρατικοδίαιτο Μουσείο Μπενάκη.
Και για τα τρία παραδείγματα, σύλλογοι και εργαζόμενοι του ΥΠΠΟ και αυτών των Νομικών Προσώπων έχουν εκφράσει την διαφωνία τους για το καθεστώς λειτουργίας τους.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΕ ΝΠΔΔ
Με κυβερνητική εξαγγελία ήδη από το καλοκαίρι του 2019 που εμπεριέχονταν στο περίφημο μπλε φάκελο που είχαν παραλάβει οι υπουργοί στην εφαρμογή του επιτελικού κράτους, προβλεπόταν η μετατροπή των δέκα μεγάλων δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ. Συνδέθηκε μάλιστα με το mega project αναβάθμισης της περιοχής, ΕΜΠ, Ακροπόλ, ΕΑΜ, το οποίο ναυάγησε εν τη γενέσει του μεταξύ άλλων λόγω των προβλημάτων με το κληροδότημα Τοσίτσα. Όμως η συζήτηση όπως έχει παραδεχθεί η υπουργός πολιτισμού είχε ήδη ανοίξει από το 1997. Επανερχόταν κατά καιρούς το 2003, επί υπουργίας Λιάπη και αργότερα. Το 2006 επί Τατούλη είχε ετοιμαστεί νομοθετική ρύθμιση μετατροπής των Μουσείων σε ΝΠΔΔ η οποία αποτράπηκε.
Η Λ. Μενδώνη το 2011 & ΤΟ 2019-2021
Μάλιστα η ίδια η Λ. Μενδώνη το 2011 ως γενικός γραμματέας τότε του ΥΠΠΟ σε συνέντευξή της στην Καθημερινή σε ερώτηση για το θέμα απάντησε, ότι δεν βλέπει τον λόγο αλλαγής του καθεστώτος διοίκησης των μουσείων σε ΝΠΔΔ και επιχειρηματολόγησε υπέρ των Δημόσιων Μουσείων.
Ως υπουργός οφείλει να μας εξηγήσει τι την ανάγκασε να αλλάξει θέση και σήμερα θέλει να μετατρέψει σε Ν.Π.Δ.Δ. το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Αθήνα), το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη), το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Θεσσαλονίκη), το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (Κρήτη).
ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ 4 ΒΑΣΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ
Είναι θλιβερό το γεγονός, ότι η κυβέρνηση και η υπουργός πιστοί στις πρακτικές επιβολής των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, αξιοποιούν στο έπακρο επιχειρήματα που διεγείρουν τους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ώστε να δημιουργήσουν το πλαίσιο αποδοχής της πρότασής τους. Αναφέρονται σε διοικητική αυτοτέλεια, οικονομική αυτάρκεια, εξωστρέφεια και ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις:
1. 1. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ: ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του μετά το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της 22 Δεκέμβρη 2020, δήλωσε, ότι ο πολιτισμός ανθίζει όταν χειραφετείται κι όχι όταν χειραγωγείται.
Είναι όμως προφανές, ότι τα διορισμένα ΔΣ από τον εκάστοτε υπουργό μόνο χειραφέτηση δεν συνιστούν, αντίθετα είναι ευεπίφορα σε εξαρτήσεις.
Σε όλα τα ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ που εποπτεύει το ΥΠΠΟΑ, πρόεδρο και ΔΣ ορίζει με Υπουργική Απόφαση ο εκάστοτε υπουργός. Αυτό έγινε και με τον διορισμό του ΔΣ του ΟΔΑΠ (πρώην ΤΑΠΑ) σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο. Πολλές φορές μάλιστα τα ΔΣ και οι πρόεδροι αλλάζουν, όχι όταν υπάρχει πολιτική αλλαγή, αλλά σε κάθε ανασχηματισμό.
Επιπλέον, σήμερα και μετά τις νομοθετικές παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2018, οι διευθυντές και τμηματάρχες των μουσείων, μπορούν να επιλέγονται μέσα από ένα σαφές πλαίσιο κρίσεων και αξιολόγησης προϊσταμένων οργανικών μονάδων που αφορά συνολικά την Δημόσια Διοίκηση. Με την επιχειρούμενη αλλαγή ακόμα και η φυσική ιεραρχία εντός του ΝΠΔΔ, τουλάχιστον στην πρώτη φάση λειτουργίας του, μεταβατικά, θα αποτελεί επιλογή και απόφαση του διορισμένου από τον υπουργό ΔΣ. Και όπως είναι γνωστό ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Άλλωστε η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ιδιαίτερη αδυναμία στους διορισμούς και τις αναθέσεις καθηκόντων σε «άριστους», όπως έχουμε δει και στα Νοσοκομεία. Τελικά όχι μόνο δεν θα έχουμε χειραφέτηση αλλά τον ορισμό της χειραγώγησης, εκτός κι αν ο διορισμός της διοίκησης ενός πολιτιστικού οργανισμού από τον εκάστοτε υπουργό θέλουν να μας πείσουν ότι είναι σύγχρονη πρακτική διοίκησης!
2. 2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ: ΕΝΑ ΔΙΠΛΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΘΕΩΡΗΜΑ
Κατά πρώτον αντιμετωπίζει τα μουσεία ως κερδοσκοπικούς οργανισμούς όταν ο ορισμός του μουσείου από τον ICOM ξεκινά αναφέροντας ότι «… μουσείο είναι μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός οργανισμός» και επιπλέον ακόμα και στην πρόσφατη τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας στον νόμο 4761/2020 παρότι τροποποιήθηκε το άρθρο 45 του νόμου 3028/2002 παραμένει η ίδια ισχυρή διατύπωση «Ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα…» (παρ. 1 άρθρο 48 Ν.4761/2020).
Κατά δεύτερον δείχνει πλήρη άγνοια των εξελίξεων, καθώς είναι γνωστό σε όλους όσους έχουν ασχοληθεί με την οικονομική διάσταση του θέματος, ότι κανένα μουσείο στον κόσμο δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητο, πάντα χρειάζεται ενίσχυση που προκύπτει είτε από το Δημόσιο όπως το Μουσείο του Λούβρου, είτε από ιδιώτες, ιδρύματα, χορηγούς, μαικήνες κ.α. όπως το Μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης για πρώτη φορά πέρυσι απέδωσε τμήμα των εσόδων του στο ΥΠΠΟΑ, αφού ενεργοποιήθηκε με πολιτική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η σχετική διάταξη που υπήρχε στον ιδρυτικό του νόμο και είχε μείνει ανενεργή, αλλά στο κλείσιμο της περσυνής χρονιάς έλαβε επιχορήγηση 3.9 εκ. ευρώ για να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις και σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες το ΔΣ του έχει αιτηθεί για το 2021 4.8 εκ. ευρώ επιχορήγηση.
Επίσης είναι αυτοκτονικό εν μέσω πανδημίας με τα έσοδα από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους να έχουν καταβαραθρωθεί, να συζητάει κανείς στα σοβαρά για αυτοχρηματοδότηση των μουσείων από τα έσοδά τους. Παράδειγμα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με αυξημένη επισκεψιμότητα το 2019 είχε έσοδα περί τις 350.000 ευρώ ενώ τα έξοδα λειτουργίας του προσεγγίζουν τα 2.000.000 ευρώ.
Τα αποκαλυπτικά παραδείγματα μεγάλων και γνωστών μουσείων της Ευρώπης (που επικαλείται η πολιτική ηγεσία) καταρρίπτουν το επιχείρημα περί αυτοχρηματοδότησης:
Το Βρετανικό Μουσείο ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αι. κι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποικιοκρατίας. Στις αίθουσές του στεγάζονται εκθέματα από διαφορετικές πολιτιστικές φάσεις από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Έτσι για παράδειγμα μπορεί κανείς να επισκεφθεί την αίθουσα με τα γλυπτά του Παρθενώνα, την αίθουσα αφιερωμένη στην ιαπωνική τέχνη κ.α. Έχει λοιπόν τα χαρακτηριστικά της συνάθροισης έργων τέχνης και τεχνημάτων διαχρονικά, διαπολιτισμικά και διαγεωγραφικά. Με βάση όσα αναφέρονται στον ιστότοπο του μουσείου, πρόκειται για μη κυβερνητικό δημόσιο οργανισμό, ο οποίος όμως χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Ψηφιακών μέσων, Πολιτισμού, Επικοινωνίας και Αθλητισμού. Διοικείται από 25μελές Συμβούλιο επιτρόπων από τους οποίους: ένας προτείνεται από την βασίλισσα, δεκαπέντε από τον πρωθυπουργό, πέντε από τα ίδια τα μέλη του συμβουλίου και τέσσερα μέλη ex officio από την Βασιλική Ακαδημία, την Βρετανική Ακαδημία, την Βρετανική Αρχαιολογική Εταιρεία και την Βασιλική Εταιρεία. Ο πρόεδρος προκύπτει μετά από ψηφοφορία μεταξύ των μελών με τετραετή θητεία. Το διοικητικό καθεστώς που περιγράφουμε χρησιμοποιείται ως βασικό επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης καθώς οχυρώνεται πίσω από το δήθεν ανεξάρτητο συμβούλιο των επιτρόπων(οιονεί ΔΣ στην ελληνική περίπτωση). Απορρίπτει κάθε συζήτηση περί επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα γιατί, όπως υποκριτικά ισχυρίζεται, αυτό αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του συμβούλιου των επιτρόπων του μουσείου κι όχι της κυβέρνησης. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι παρότι δεν υπάρχει εισιτήριο για το μουσείο και έχει αρκετά έσοδα από παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες, το ίδιο χρηματοδοτείται για να λειτουργεί από το βρετανικό δημόσιο.
Το μουσείο του Λούβρου λειτουργεί μετά την Γαλλική Επανάσταση με την ίδια ακριβώς θεώρηση των πραγμάτων, μουσείο της ιστορίας του ανθρώπου, όπου κανείς μπορεί να δει από μοναδικά έργα ζωγραφικής (Μόνα Λίζα) έως βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά τεκμήρια – τεχνήματα. Επίσης λειτουργεί ως Δημόσιος Θεσμός με διαχειριστική αυτονομία και το ΔΣ του διορίζεται από το γαλλικό υπουργείο πολιτισμού με την συμμετοχή προσωπικοτήτων αλλά και εκπροσώπων των εργαζομένων. Όσον αφορά τα οικονομικά του το γαλλικό δημόσιο συμμετέχει κατά 60% στην χρηματοδότησή του.
3. ΤΟΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ: ΜΙΑ ΚΟΥΦΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗΤα τελευταία 20 χρόνια, τα μεγάλα μουσεία έχουν αναπτύξει εξωστρεφείς δράσεις και έχουν τιμηθεί με διεθνή βραβεία. Είναι γνωστό στην επιστημονική αρχαιολογική κοινότητα και όχι μόνο: ξένοι οργανισμοί, ακόμα και τουριστικοί όπως το trip advisor, βραβεύουν τα ελληνικά μουσεία ακριβώς λόγω της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στον επισκέπτη και των εξωστρεφών πολυσχιδών δράσεών τους.
Για το θέμα αρκεί κανείς να ανατρέξει στις επιστολές προς τον πρωθυπουργό των συναδέλφων εργαζομένων από τα πέντε μουσεία.
Φυσικά δεν ξεχνάμε ότι η προβολή των δημόσιων μουσείων και η σχέση που οικοδομούν με τους πολίτες, ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, πνίγεται στην αφάνεια που της έχει επιβάλει το υφιστάμενο μιντιακό κατεστημένο που απαξιώνει και λοιδορεί κάθε τι δημόσιο, όπως η υγεία και η παιδεία.
4. 4. ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Σήμερα, το σύνολο των εργαζομένων στα μουσεία αποτελούν (τακτικό και έκτακτο προσωπικό) υπαλλήλους του ΥΠΠΟΑ.
Με την ανάρτηση του νόμου στην διαβούλευση θα πρέπει να δούμε τις προβλέψεις για τους νυν εργαζόμενους. Θα τους δοθεί η δυνατότητα επιλογής κι αν ναι με ποια διαδικασία;
Σίγουρα όμως θα αλλάξουν οι εργασιακές σχέσεις και οι νεοπροσληφθέντες δεν θα είναι πια υπάλληλοι του ΥΠΠΟΑ αλλά του ΝΠΔΔ δημιουργώντας εν τοις πράγμασι υπαλλήλους δύο ταχυτήτων στο εσωτερικό των μουσείων.
Συνακόλουθα για τους εργαζόμενους των ΝΠΔΔ θα υπάρξει:
- Αλλαγή εργασιακής σχέσης
- Ελαστικοποίηση εργασίας
- Μειώσεις αποδοχών
Το ΔΣ θα είναι υπεύθυνο για όλες τις διοικητικές πράξεις (προκήρυξη θέσεων, προσοντολόγιο, καθηκοντολόγιο, μεταβολές υπηρεσιακής κατάστασης κλπ.).
Θα υπάρχει για το καθένα ΝΠΔΔ ξεχωριστά ΠΔ Οργανισμού λειτουργίας.
Τα υπηρεσιακά θέματα θα εξετάζονται από το αυτόνομο υπηρεσιακό συμβούλιο που θα συγκροτηθεί εντός του ΝΠΔΔ. Αυτές οι διαδικασίες με βάση το παράδειγμα του Νέου Μουσείου Ακρόπολης είναι ζητούμενο, καθώς μόλις πρόσφατα απέκτησε υπηρεσιακό συμβούλιο και τα θέματα των εργαζομένων, μέχρι τότε, τα εξέταζε το διορισμένο ΔΣ.
ΤΑ ΝΠΔΔ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΛΛΑ ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ & ΕΥΕΛΙΚΤΑ ΝΑ ΔΟΘΟΥΝ ΣΕ ΙΔΙΩΤΕΣ
Αν και η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ δεν συνιστά άμεση ιδιωτικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, με το γνωστό επιχείρημα περί εκλογίκευσης δαπανών, μπορούμε να διακρίνουμε ιδιωτικοποίηση λειτουργιών & αρμοδιοτήτων όπως:
- η φύλαξη
- η καθαριότητα
- η συντήρηση
- η διοργάνωση εκθέσεων
- τα εκπαιδευτικά προγράμματα
- οι δράσεις
- η επιστημονική έρευνα & μελέτη κ.ο.κ.
Περιμένοντας ακόμη τη μελέτη βιωσιμότητας-σκοπιμότητας του σχεδίου και το νομοσχέδιο, μπορούμε να σταθούμε σε επίσης μεγάλης σημασίας ζητήματα:
ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Η αποκοπή των μεγάλων δημόσιων μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν αποτελεί ένα τεχνοκρατικό project που μπορεί να αποδειχθεί επιτυχημένο μοντέλο διαχείρισης, αλλά συνιστά μια βαθύτατα πολιτική πράξη εδραζόμενη στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα και στην πολιτική στόχευση αυτής της κυβέρνησης για την εφαρμογή συντηρητικών αντιμεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οργάνωσης και διαχείρισης των δημόσιων αγαθών.
Με την αποκοπή των μουσείων, αρχίζει ουσιαστικά το «γκριζάρισμα» αρμοδιοτήτων, που μέχρι σήμερα είναι αποκλειστικό καθήκον της Πολιτείας και των δημόσιων λειτουργών. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους η μέριμνα για την προστασία, διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων, αποτελούσε αποκλειστικά ευθύνη της Πολιτείας. Θυμίζουμε, ότι ένα από τα πρώτα μελήματα του Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας ήταν η ίδρυση του εθνικού μουσείου στην Αίγινα για να στεγαστούν αρχαιότητες. Μάλιστα κάλεσε για να αναλάβει χρέη διευθυντή τον διανοούμενο της διασποράς Α. Μουστοξύδη. Τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με την αρχαιολογική υπηρεσία, αποτελούν αδιάσπαστο κομμάτι και συνέχειά της, η διαχείριση των πολιτιστικών τους θησαυρών αποτελεί υποχρέωση και αναπαλλοτρίωτο καθήκον της Πολιτείας, και κατ΄ αυτή την έννοια δεν μπορεί να αποδοθεί σε πρόσωπα επιλογής του εκάστοτε υπουργού.
Επιπλέον, διασπάται η χάραξη ενιαίας πολιτιστικής Στρατηγικής και δημιουργούνται πολλές ταχύτητες στην διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τόσες όσες και τα διορισμένα Διοικητικά συμβούλια. Για παράδειγμα, έστω ότι η εθνική στρατηγική για τον Πολιτισμό στοχεύει στον παιδευτικό ρόλο του Πολιτισμού και περιλαμβάνει το άνοιγμα στην κοινωνία με κουλτούρα συμπερίληψης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Σε αυτή την περίπτωση όλα τα Μουσεία, με το σημερινό διοικητικό πλαίσιο οφείλουν να προσανατολιστούν και να υπηρετήσουν το στόχο αυτό και την ενιαία στρατηγική του ΥΠΠΟΑ. Αντίθετα στο πλαίσιο των ΝΠΔΔ, το κάθε Μουσείο μέσω των αποφάσεων του ΔΣ του, θα μπορεί να παρακάμπτει την κυβερνητική στρατηγική και να ασκεί για παράδειγμα ελιτιστική διαχείριση, κάτω από την πίεση και υπέρ των όποιων χορηγών του.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΔΕΝ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΑΠΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ.
Για παράδειγμα αναφέρεται το Νέο Μουσείο Ακρόπολης ως πετυχημένο υπόδειγμα μουσείου γιατί τάχα λειτουργεί ως ΝΠΔΔ εκτός των ασφυκτικών δέσμιων υποχρεώσεων του Δημόσιου. Το ΝΜΑ Ακρόπολης έχει επισκεψιμότητα και αναγνώριση εκτός των άλλων ακριβώς γιατί αναφέρεται ως πολιτιστικός οργανισμός στην Ακρόπολη που είναι στο top ten των προορισμών πολιτιστικού τουρισμού. Αντίστοιχα μεγάλη επισκεψιμότητα είχε στο παρελθόν και το παλαιό μουσείο στον Βράχο.
Επιπλέον θα μπορούσε κανείς ακολουθώντας τον ανορθολογισμό του επιχειρήματος περί επιτυχούς λειτουργίας ως ΝΠΔΔ να υποστηρίξει, ότι η πιο επιτυχημένη Εφορεία Αρχαιοτήτων πιθανώς και συνολικά Δημόσια Υπηρεσία, είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών καθώς από την διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου Ακροπόλεως και κλιτυών, το Ελληνικό Δημόσιο απολαμβάνει την μερίδα του λέοντος από έσοδα και name branding.
Προφανώς το επιχείρημα είναι ανορθολογικό καθώς μουσεία και χώροι υψηλής συμβολικής σημασίας και διεθνούς αναγνώρισης, δεν εξαρτώνται από τον πρόεδρο ενός ΔΣ ή έναν διευθυντή δημόσιας υπηρεσίας αλλά από το συνολικό πλέγμα πολιτικών πολιτιστικής διαχείρισης, το οποίο αποτελεί ευθύνη του Δημοσίου και στο οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η Διοίκηση.
Μείζον ζήτημα λοιπόν είναι και η παντελής έλλειψη σχεδιασμού από την πλευρά της κυβέρνησης για την πολιτιστική διαχείριση. Η ανάδειξη παρωχημένων μοντέλων διοίκησης ως ψευδοπανάκειας, την ίδια στιγμή που πολιτιστικοί οργανισμοί τόσο στην χώρα όσο και στο εξωτερικό στρέφονται προς το Δημόσιο για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους με δεδομένα τα πλήγματα που έχει επιφέρει η πανδημία, σίγουρα δεν είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τον ρόλο και την σημασία των μουσείων στην σύγχρονη πραγματικότητα.
ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Με ασφάλεια κανείς μπορεί να υποθέσει, ότι όπως το ίδρυμα Ωνάση «…συμπράττει ισότιμα σε όλη τη διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησης όποιας δράσης αναλαμβάνει» κι όχι ως ένας απλός ιδιώτης που κάνει χορηγίες (δήλωση του προέδρου του ιδρύματος) για το σχετικό έργο στην Ακρόπολη, αντίστοιχα θα επιχειρηθεί η «ιδρυματοποίηση» των μουσείων από πολιτιστικούς φορείς που θα αναλάβουν μέσω των διορισμένων ΔΣ το management ενώ, τα έξοδα θα παραμείνουν στις πλάτες του δημοσίου, καθώς ακόμα και η υπουργός σε συνέντευξή της δήλωσε ότι «δεν θα αφήσουμε τα μουσεία ορφανά».
ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΣΟΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΔΑΠ (ΠΡΩΗΝ ΤΑΠΑ) ΑΡΚΕΤΩΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΥΡΩ
Τα έσοδα των μουσείων ΝΠΔΔ θα τα διαχειρίζονται τα ίδια ως ανεξάρτητοι πολιτιστικοί οργανισμοί και δεν θα συνεισφέρουν στον κοινό «κορβανά» από τον οποίο ζουν και τα υπόλοιπα μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι της περιφέρειας. Το αποτέλεσμα θα είναι να κλείσουν τα μικρά περιφερειακά μουσεία με κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για τις τοπικές κοινωνίες.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗΣ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Σύμφωνα με τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 4761/2020, είναι πλέον δυνατή η εξαγωγή αρχαιοτήτων από ελληνικά, μη δημόσια μουσεία (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ιδιωτικά) για 25 + 25 έτη. Είναι σαφές ότι καθίσταται ευκολότερη η μακρόχρονη εξαγωγή αρχαιοτήτων από ένα μουσείο ΝΠΔΔ του οποίου την διοίκηση ασκεί ένα αρεστό και διορισμένο από τον υπουργό ΔΣ, με την απλή διαδικασία της έκδοσης της σχετικής απόφασης και κατόπιν την έγκρισή της με Υπουργική Απόφαση.
Όπως λειτουργούν μέχρι σήμερα τα δημόσια μουσεία, ως περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, υπάρχει ισχυρότερη λογοδοσία, καθώς ακολουθούν την ενιαία στρατηγική και υπάγονται στις δεσμεύσεις που υπάρχουν για την λειτουργία μιας υπηρεσίας του ΥΠΠΟΑ.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΑΦΟΡΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο σχετικά με το πως αντιμετωπίζει η alt right κυβέρνηση της ΝΔ τα δημόσια αγαθά, υγεία παιδεία, πολιτισμό, δικαιώματα. Στην συζήτηση αυτή οφείλουν να συμμετέχουν τα συνδικάτα, όχι όμως μόνο του πολιτισμού (πολιτιστική κληρονομιά και σύγχρονος πολιτισμός) αλλά κι ευρύτερα όπως από τον χώρο της εκπαίδευσης, των Πανεπιστημίων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της επιστημονικής κοινότητας και των συλλογικών εκφράσεων των πολιτών.
ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΕΝΩΜΕΝΟΙ & ΣΥΣΠΕΙΡΩΜΕΝΟΙ
Οι αντιδράσεις ήρθαν αμέσως μόλις η κυβέρνηση κοινοποίησε τις προθέσεις τον Ιούλιο του 2019 αλλά και πρόσφατα μετά το υπουργικό συμβούλιο της 22 Δεκέμβρη, όπου ανακοίνωσε ότι θα κατατεθεί σχετικό σχέδιο νόμου προς ψήφιση στα τέλη Φλεβάρη.
Σύλλογοι εργαζομένων του ΥΠΠΟΑ, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι των μουσείων αλλά και συλλογικότητες από την κοινωνία των πολιτών πήραν δημόσια θέση.
Έχουν εκδοθεί οι σχετικές ανακοινώσεις από τον Ενιαίο Σύλλογο, τον ΣΕΑ και την ΠΕΣΑ, έχουν αποσταλεί στον πρωθυπουργό επιστολές ενυπόγραφες από τους εργαζόμενους των πέντε μουσείων.
Έχουν δημοσιευθεί επιστολές από την Εταιρεία Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και την Εταιρεία Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Μαραθώνα, έχει υπάρξει αρθρογραφία, συνεντεύξεις κλπ.
Παρότι η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή, με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους κλειστά λόγω της πανδημίας, προγραμματίζονται και μια σειρά από άλλες δράσεις.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΟΛΩΝ
Η κυβέρνηση της ΝΔ με το εν λόγω σχέδιο μας δίνει την εικόνα του «επιτελικού κράτους» στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς: ένα μικρό υποστελεχωμένο και υποχρηματοδοτούμενο υπουργείο πολιτισμού με ασθενικές υπηρεσίες, χωρίς την διαχείριση βασικών του μέχρι σήμερα δομών, και μια Αρχαιολογική Υπηρεσία που τελικά θα καταλήξει Αρχαιολογική Γραμματεία, χωρίς επιστημονικό, παιδευτικό και εποπτικό ρόλο, καθώς είναι «αντιπαραγωγική» και «αντιαναπτυξιακή».
Κατακερματίζει την Πολιτιστική κληρονομιά και διασπά βίαια τη χάραξη ενιαίας Πολιτιστικής πολιτικής και στρατηγικής
Δεν αντιμετωπίζει το Πολιτιστικό Αγαθό ως δημόσιο κοινωνικά αναπολλοτρίωτο αγαθό αλλά ως εργαλείο κερδοφορίας συγχέοντας σκόπιμα την αναγκαία χρηματοδότηση με άσκοπες σπατάλες, για τις οποίες οι μοναδικοί που δεν ευθύνονται είναι οι εργαζόμενοι στο ΥΠΠΟΑ.
Δεν ξεγελιόμαστε: μπροστά μας έχουμε μια πολιτική που ακολουθεί σταθερά βήματα, πρώτα με την αποκοπή των πέντε μεγάλων μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, εν συνεχεία των υπολοίπων αλλά και ακολούθως των αρχαιολογικών χώρων με την δημιουργία φορέων διαχείρισης τους.
Στην πραγματικότητα δρομολογείται η δημιουργία ανεξέλεγκτων δομών διαχείρισης του πολιτιστικού πλούτου της χώρας και εν τέλει η διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Συνάδελφισσες/ συνάδελφοι
Είναι καιρός να δείξουμε σε όλους ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για συντεχνιακή και διακλαδική αντίδραση «βολεμένων» δημόσιων υπαλλήλων. Πρόκειται για αγώνα προάσπισης του πολιτιστικού αγαθού από το νεοφιλελεύθερο αφήγημα περί περιορισμού των δημόσιων αγαθών και ανάθεση της διαχείρισής τους σε κομματικά αρεστούς, πολιτιστικά ιδρύματα κ.ο.κ.
Ο αγώνας ενάντια στα νομικά πρόσωπα θα είναι διαρκής, γιατί μας αφορά όλους και δεν αποτελεί τάχα αντίδραση συντεχνιών που θέλουν να υπερασπιστούν «προνόμια».
Οι διαχωριστικές γραμμές τούτη την κρίσιμη ώρα είναι διασπαστική πολυτέλεια. Είναι αγώνας όλων των εργαζομένων: αρχαιοφυλάκων, εργατοτεχνιτών, συντηρητών, διοικητικών, μηχανικών, αρχαιολόγων και μόνο, αν κατανοήσουμε, ότι όπως και στο παρελθόν ενωμένοι αποτρέψαμε παρόμοιες καταστάσεις, έτσι και τώρα θα μπορέσουμε συλλογικά και ενωτικά να αποτρέψουμε την μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ.