Του Δέδε Λιόνη*
Τις τελευταίες ημέρες έχει ανοίξει, κάπως απότομα είναι αλήθεια, ένας
διάλογος στο εσωτερικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με αφορμή τις
επικείμενες κρίσεις σε επίπεδο διεύθυνσης για τη Γενική Διεύθυνση
Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο υπουργείο Πολιτισμού και
Αθλητισμού. Πρακτικά μιλάμε για τους διευθυντές εφορειών αρχαιοτήτων,
μουσείων και της κεντρικής υπηρεσίας.
Θα ήταν μια συνηθισμένη συζήτηση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων, που
επιτελούν κατά τη γνώμη μου έργο εθνικής σημασίας, που δεν μπορεί να
αφορά άλλους εκτός από τους ενδιαφερόμενους. Είναι όμως έτσι αυτή η
συζήτηση ή «πατάει» σ’ ένα υπόστρωμα από το αραχνιασμένο παρελθόν,
προσπαθώντας να φέρει στην επιφάνεια επιβιώματα αντιλήψεων που μας
βασάνισαν κατά το παρελθόν;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η επιλογή των στελεχών στη
Δημόσια Διοίκηση συνομολογείται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις αλλά κι
από όλους όσοι εργάζονται στο Δημόσιο ότι πρέπει να αποτελεί διαδικασία,
που θα χαρακτηρίζεται από αξιοκρατία, διαφάνεια, θα πρόσθετα και
στοιχεία δημοκρατίας κατά την επιλογή.
Γνωρίσαμε ποτέ κατά το παρελθόν ένα τέτοιο σύστημα επιλογής; Η
απάντηση είναι προφανώς όχι ειδικά στο υπουργείο Πολιτισμού οι
τελευταίες κρίσεις χάνονται στη λήθη του παρελθόντος. Η εύκολη λύση που
προτιμήθηκε ήταν η λογική της ανάθεσης, η οποία από την φύση της
διακρίνεται από στοιχεία διαβλητότητας.
Με τον Νόμο 4369/2016, πιο γνωστό ως «νόμο Βερναρδάκη», έγινε μια
προσπάθεια να εξορθολογιστεί στοιχειωδώς το σύστημα και να μπουν
επιτέλους κάποιοι κανόνες σε πολλούς τομείς, μεταξύ αυτών και σχετικά με
την ιεραρχική εξέλιξη. Η διαβούλευση κράτησε καιρό και διατυπώθηκαν
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απόψεις.
Στην προσπάθεια εφαρμογής του συστήματος επιλογής σύμφωνα με τον Ν.
4369/2016 διατυπώθηκαν στην αρχή όχι δημόσια -κι αυτό μας προβληματίζει-
και κατόπιν εκτέθηκαν στη δημόσια συζήτηση μια σειρά από ενστάσεις για
την υλοποίηση του τρόπου επιλογής, οι οποίες σημειώνω ποτέ δεν
ακούστηκαν κατά τη φάση διαβούλευσης και μάλλον αδικούν τους Έλληνες
αρχαιολόγους και το έργο που επιτελούμε.
Εάν παραμείνει κανείς στη μάλλον μίζερη αντίληψη της άθροισης μορίων
για τη μία ή την άλλη περίπτωση για να καταδείξει τις πιθανές
μελλοντικές αστοχίες, μπορεί όντως σε ορισμένες περιπτώσεις οι
αριθμητικές πράξεις και τα αθροίσματα να τον δικαιώσουν. Όμως, για να
θυμηθούμε μια γνωστή φράση, «η ζωή είναι αλλού».
Τα διαρθρωτικά εργασιακά προβλήματα που απασχολούν το σύνολο των
αρχαιολόγων μονίμων και ΙΔΑΧ, που εργάζονται στο ΥΠΠΟΑ, δεν είναι τα
αθροίσματα μορίων και η επιλογή διευθυντών μέσω ειδικών κριτηρίων. Αυτή η
συζήτηση είναι υπονομευμένη από την αρχή, καθώς κανένας λογικός
άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί ότι σε έναν κλάδο μπορεί να υπάρχουν
ειδικά κριτήρια -αλήθεια ποιος τα ορίζει;- μέσω των οποίων θα γίνεται η
επιλογή των διευθυντικών στελεχών, όταν ο ίδιος ο κλάδος δεν είναι
ειδικός. Γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε ασχοληθεί με την ελληνική δημόσια
διοίκηση ότι ειδικός κλάδος σημαίνει ειδικό βαθμολόγιο - μισθολόγιο και
μια σειρά από άλλες ρυθμίσεις.
Είναι προφανές ότι πρέπει να προηγηθεί αυτή η συζήτηση πρώτα απ’ όλα
στο εσωτερικό του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και μετά να ακολουθήσει
οποιαδήποτε άλλη «ειδική συζήτηση». Αλλιώτικα για άλλη μια φορά το κάρο
θα είναι μπροστά από το άλογο και θα αναρωτιόμαστε τι φταίει και δεν
προχωράμε ούτε ένα βήμα προς τα μπροστά.
Για την οικονομία της συζήτησης θέλω να προσθέσω ότι υπάρχουν μια
σειρά από ανοιχτά ζητήματα, τα οποία αποτελούν πάγια αιτήματα όλων όσοι
εργαζόμαστε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και για λόγους ακατανόητους μέχρι
σήμερα δεν έχουν επιλυθεί.
Γνωρίζουν όλοι οι παροικούντες την αρχαιολογική Ιερουσαλήμ ότι ακόμα
δεν έχει αναγνωριστεί βαθμολογικά η προϋπηρεσία εκατοντάδων συναδέλφων,
που εργάστηκαν κατά το παρελθόν σε έργα τρίτων (π.χ. ολυμπιακά έργα,
μετρό, Αττική Οδός κ.λπ.) εποπτευόμενα από το υπουργείο Πολιτισμού.
Η καθυστέρηση αυτή είναι πολυετής και έχει ως συνέπεια αυτοί οι
συνάδελφοι με χρόνια εργασίας να μην μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα στις
επερχόμενες κρίσεις, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν ειδικά κριτήρια.
Γνωρίζουν ή υποψιάζονται επίσης όλοι γιατί υπάρχει αυτή η ανεξήγητη
ολιγωρία. Αγκάθι αποτελούν επίσης -συνολικά για τη δημόσια διοίκηση- οι
συνέπειες της τροπολογίας 24α βάσει της οποίας αποκλείονται από την
συμμετοχή σε κρίσεις όσοι συμμετείχαν στην απεργία - αποχή από την
αξιολόγηση. Το συγκεκριμένο βέβαια αποτελεί θέμα άλλης συζήτησης, αλλά
δεν μπορεί να κλείνει κανείς τα μάτια του και να κρύβει το πρόβλημα κάτω
από το χαλί.
Τελικά το πρόβλημα πρέπει κανείς με νηφαλιότητα να το τοποθετήσει
στις πραγματικές του διαστάσεις, Χρειαζόμαστε στελέχη στην Αρχαιολογική
Υπηρεσία που θα προκύψουν μετά από πολλά χρόνια μέσα από μια κατά το
δυνατόν δίκαιη, αντικειμενική, αξιοκρατική και διαφανή διαδικασία; Αν
ναι, τα υπόλοιπα περιττεύουν.
* Ο Δέδες Λιόνης είναι αρχαιολόγος, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ
Πηγή: Η Αυγή