του Γιώργου Πετρόπουλου
Η υπεράσπιση της μισθωτής εργασίας αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς, και η υπεράσπιση των πλέον ευάλωτων εξ αυτών, υποχρέωση.
Τελικά, παρ’ όλες τις προσπάθειες
«τακτοποίησής» τους, η παρουσία των συμβασιούχων στο Δημόσιο δείχνει
αξιοσημείωτη αντοχή στο χρόνο. Η δε πρωτοβουλία της κυβέρνησης, να
επαναπροδιορίσει την εργασιακή τους σχέση, ή ακόμη και να μονιμοποιήσει
τους εργαζόμενους που έχουν κερδίσει δικαστικές αποφάσεις, προκαλεί
αντιδράσεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που φτάνουν στα
όρια του ηθικού πανικού. Ο πρόεδρος της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης απειλεί με
απόδοση ευθυνών σε όσους τολμήσουν να μονιμοποιήσουν συμβασιούχους, και ο
αντιπρόεδρος του Α. Γεωργιάδης πως «θα απολύσει όσους προσλάβει ο
ΣΥΡΙΖΑ». Είμαστε βέβαιοι πως όχι μόνο τους «προσληφθέντες επί ΣΥΡΙΖΑ» θα
απολύσει, αλλά και χιλιάδες άλλους. Η καταστροφική για το Δημόσιο
θητεία του νυν προέδρου της ΝΔ, στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης,
κάνει τη δυσοίωνη προφητεία μάλλον βεβαιότητα.
Αλλά ας δούμε το πρόβλημα της ύπαρξης των συμβασιούχων στο Δημόσιο, πέραν της αντιπολιτευτικού φολκλόρ.
Εδώ και αρκετά χρόνια ο αριθμός των
συμβασιούχων παραμένει σταθερός, λίγο πάνω τις 60 χιλιάδες εργαζομένους,
κυρίως στους ΟΤΑ και την εκπαίδευση (όλων των βαθμίδων). Η πολύχρονη
«επιμονή των αριθμών» υποδηλώνει καταρχήν μια αξιοσημείωτη σταθερότητα
των αναγκών που αυτοί καλύπτουν. Σε πολλές δε περιπτώσεις οι εργαζόμενοι
αυτοί είναι οι ίδιοι με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις (ακόμη και
συμβάσεις «μίας ημέρας» για πάρα πολλά χρόνια). Είναι επίσης προφανές
πως και το κόστος μισθοδοσίας τους είναι ήδη ενσωματωμένο στον κρατικό
προϋπολογισμό και μετατροπή των συμβάσεων τους δεν θα είχε ιδιαίτερες
δημοσιονομικές επιπτώσεις. Προς τι λοιπόν χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν
σε κατάσταση εργασιακής ανασφάλειας ενώ καλύπτουν διαρκείς ανάγκες;
Γιατί πρέπει να συνεχίζει το Δημόσιο να προσλαμβάνει συμβασιούχους, ενώ
θα πρέπει να έχει μόνιμο προσωπικό;
Πιστεύουμε πως πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες, και, πέρα από την προφανή και ως ένα σημείο κλισέ ερμηνεία της ικανοποίησης των αναγκών αναπαραγωγής του πελατειακού πολιτικού συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα: Η δημιουργία και
διαιώνιση επισφαλών εργασιακών σχέσεων αποτελεί προτεραιότητα της
νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την οργάνωση της εργασίας. Παράλληλα
επιβάλλεται η ύπαρξη πολλαπλών παράλληλων εργασιακών σχέσεων στον ίδιο
εργασιακό χώρο, που με της σειρά τους δημιουργούν πραγματικές ή
φαντασιακές διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις, εντείνοντας τον
κατακερματισμό αποτελώντας έτσι, μεταξύ άλλων, και ανάχωμα στην
συλλογική οργάνωση των εργαζομένων.
Η εισαγωγή και επέκταση των επισφαλών
εργασιακών σχέσεων που αποτελούν πλειονότητα στον ιδιωτικό τομέα, πέραν
των επιδιώξεων που αφορούν καθαυτό τον δημόσιο τομέα, λειτουργούν και ως
«αντιδάνειο» διαλύοντας την ελπίδα για «ασφαλείς εργασιακούς τόπους»
στους επισφαλείς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αυτό, που με
κυνισμό, φέρεται να απάντησε ο Κ. Μητσοτάκης, στην ΑΔΕΔΥ το 2013,
«πρέπει να σπάσουμε το ταμπού της μονιμότητας στο Δημόσιο»
Σε αυτό συντείνει και η άκρως επιθετική
ρητορική, που σχεδόν ποινικοποιεί την εργασία στο Δημόσιο, εμφανίζοντάς
την ως το κατεξοχήν συμφραζόμενο του «μαζί τα φάγαμε», τη στιγμή μάλιστα
που έχουμε αρχίσει να μαθαίνουμε αρκετά για την εκτεταμένη διαφθορά των
πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Ποιος θυμάται τις «ομιλούσες κεφαλές»
των βραδινών δελτίων να μας πληροφορούν πως για κάθε θέση εργασίας που
θα χάνεται στο δημόσιο, θα δημιουργούνται δυο στον ιδιωτικό τομέα. Εφτά
χρόνια μετά ξέρουμε πως για κάθε θέση εργασίας που χάθηκε στο δημόσιο,
τρείς εργαζόμενοι έχαναν τη δουλειά τους στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αυτά
τα περίεργα μαθηματικά που μαθαίνουν εκεί στο ΔΝΤ.
Όπως ήταν επακόλουθο, η νεοφιλελεύθερη
αντίληψη για την εργασία επέτυχε την θεσμική της κατοχύρωση μέσω της
δημιουργία ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου, με τον ίδιο τρόπο που
επιδιώκεται τώρα η «συνταγματοποίηση» της λιτότητας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση. Μέχρι πρότινος για παράδειγμα απαγορευόταν η πρόσληψη προσωπικού
καθαριότητας και φύλαξης στο Δημόσιο, επιβάλλοντας συμβάσεις με
εργολαβικές εταιρείες με πολλαπλάσιο κόστος για τους φορολογούμενους και
χαμηλούς μισθούς και ανύπαρκτα δικαιώματα για τους εργαζόμενους.
Η υπεράσπιση της μισθωτής εργασίας
αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς, και η υπεράσπιση των πλέον
ευάλωτων εξ αυτών, υποχρέωση. Είναι λοιπόν αδιανόητη η κατάσταση
αμηχανίας, απέναντι στην εξτρεμιστική ρητορική του αντιπάλου και η
υπόρρητη αποδοχή της επιχειρηματολογίας και του κανονιστικού πλαισίου
που επιμελώς φιλοτεχνήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Είναι κατανοητό
φυσικά, πως η Αριστερά καλείται να δράσει εντός ενός ασφυκτικού
πλαισίου, είναι όμως χρέος μας να μην αποδεχόμαστε τα επιβαλλόμενα όρια,
αλλά, μέσα από έναν συνεχή «πόλεμο θέσεων» να τα διευρύνουμε ή να τα
καταργούμε. Σε αυτή τη κατεύθυνση θα πρέπει άμεσα να εξαντληθεί κάθε
δυνατότητα( και οι δυνατότητες υπάρχουν) έτσι ώστε να υπάρξει οριστικό
τέλος στο απαράδεκτο εργασιακό καθεστώς χιλιάδων ανθρώπων, με την
καθιέρωση μίας και μόνιμης εργασιακής σχέσης για όλους στο Δημόσιο.
Ο Γιώργος Πετρόπουλος είναι μέλος της ΕΕ της ΑΔΕΔΥ, με την Ενωτική Αγωνιστική Εκκίνηση