Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Τη σωτηρία των αρχαιοτήτων την οφείλουμε στις επόμενες γενιές

 του Λιώνη Δέδε,

Σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να εξετάσει την τύχη που θα έχει το μοναδικό μνημειακό σύνολο που έχει βρεθεί κατά τη σωστική ανασκαφή στον σταθμό μετρό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Από την πρώτη στιγμή, όταν αιφνιδιαστικά ο πρωθυπουργός εξάγγειλε, πριν από έναν χρόνο περίπου, την ανατροπή του υλοποιούμενου σχεδιασμού για την κατά χώρα διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων παράλληλα με την κατασκευή του σταθμού, αναπτύχθηκε η δημόσια συζήτηση για το θέμα.

Πολλές φορές έχουν συζητηθεί στον δημόσιο διάλογο η μοναδικότητα του μνημειακού συνόλου, οι μελέτες που προβλέπουν την κατά χώρα διατήρηση και ανάδειξη, οι οποίες παραδόξως για την κυβέρνηση είναι ανύπαρκτες, οι προβλέψεις του αρχαιολογικού νόμου, οι συνταγματικές επιταγές για την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος, οι αντιρρήσεις σύσσωμης της ελληνικής και διεθνούς αρχαιολογικής κοινότητας, η πολιτική εργαλειοποίησης των αρχαιοτήτων από την πλευρά των ιθυνόντων, η αναπόφευκτη καθυστέρηση και η επακόλουθη οικονομική επιβάρυνση του έργου με αποζημιώσεις που πρέπει να δοθούν στους εργολάβους.

Σήμερα έχει σημασία να εξετάσουμε δύο άλλες πλευρές του ζητήματος που έχουν να κάνουν τόσο με την τύχη που επιφυλάσσεται σε άνω των 1.600 τ.μ. ενιαίου και αδιάσπαστου αρχαιολογικού χώρου, αλλά και την επίπτωση που αυτή μπορεί να έχει για τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης, ένα ανοιχτό βυζαντινό μουσείο, όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, είχε τη μοναδική τύχη να αγκαλιάσει και να μπορεί να διατηρήσει ορατό και επισκέψιμο το πρωτοβυζαντινό κέντρο της.  Ένα μνημειακό σύνολο που αναμφίβολα θα μπορούσε να ενταχθεί στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, με όλα τα ευεργετήματα που επιφέρει μια τέτοια ένταξη σε πολλά επίπεδα, πολιτιστικό, οικονομικό, αναπτυξιακό κ.λπ. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει το μνημείο ή ο χώρος, με βάση τα ισχύοντα, να καλύπτει πέντε πολιτιστικά και πέντε φυσικά κριτήρια σε συνδυασμό με δύο παράγοντες, τη διατήρηση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας. Εάν τελικά υπερισχύσει η αντιεπιστημονική, κατά τη γνώμη μας, άποψη αυτού που εύσχημα αποκαλείται απόσπαση και επανατοποθέτηση, δηλαδή της αποθεμελίωσης ενός ολόκληρου μνημειακού συνόλου, του κατατεμαχισμού του, του εγκιβωτισμού του, της αποθήκευσής του και σε δεύτερο χρόνο της επανατοποθέτησής του, λες και πρόκειται για παιδικό παζλ, χάνονται αυτά τα δύο κριτήρια. Παράλληλα, χάνουν η πόλη της Θεσσαλονίκης και η χώρα την ιστορική ευκαιρία να προσθέσουν ακόμα ένα μοναδικό μνημειακό σύνολο στον κατάλογο που προαναφέραμε. Σε άλλες περιπτώσεις χώρες δίνουν μάχες για να εντάξουν μνημεία τους στον κατάλογο. Στη δική μας περίπτωση φαίνεται πως αυτό αποτελεί δευτερεύουσα επιλογή.

Πολλές φορές ακούμε από επίσημα χείλη την ανάγκη να ακολουθήσουμε συνολικά σαν χώρα το παράδειγμα των καλών πρακτικών που έχουν εφαρμοστεί αλλού. Προκύπτει λοιπόν αβίαστα το ερώτημα: η ενσωμάτωση παρόμοιων μνημείων στον κεντρικό σταθμό μετρό στη Νάπολη της Ιταλίας, η μετακόμιση ολόκληρου σταθμού στη Σόφια, δίπλα στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς για να διατηρηθούν και να αναδειχθούν οι αρχαιότητες που βρέθηκαν εκεί είναι παραδείγματα εφαρμογής καλών πρακτικών ή όχι; Η απάντηση είναι προφανής για τον καθένα καλοπροαίρετο παρατηρητή της κατάστασης. Καιρός λοιπόν είναι να παραμερίσουμε την α λα καρτ επίκληση των καλών πρακτικών και να αποφασίσει η ελληνική Πολιτεία την εφαρμογή τους όπως τις αντλούμε από το διεθνές παράδειγμα οριζόντια και καθολικά για όλες τις περιπτώσεις διατήρησης και ανάδειξης μνημείων που βρίσκονται κατά την κατασκευή μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων.

Η χώρα μας στο πεδίο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς στον διεθνή χάρτη χαίρει πραγματικής αναγνώρισης όχι μόνο για τον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και για το επιστημονικό επίπεδο των ανθρώπων που υπηρετούν αυτήν και τα μνημεία. Δεν είναι ανάγκη να επιμείνει η κυβέρνηση σε μια επιλογή καταστροφική για το μνημειακό σύνολο, επιβαρυντική για το έργο του μετρό στη Θεσσαλονίκη και εντέλει αντίθετη με το σύνολο της διεθνούς και ελληνικής αρχαιολογικής κοινότητας, αλλά και των ίδιων των πολιτών της Θεσσαλονίκης, όπως φάνηκε σε πρόσφατη δημοσκόπηση.

Είναι καιρός να αναλογιστούμε συλλογικά το μέλλον που θα έχουν άλλα μνημεία αν τελικά «αποσπαστεί και επανατοποθετηθεί» ολόκληρος ο μοναδικός αρχαιολογικός χώρος της Βενιζέλου. Πρόκειται για μοντέλο διαχείρισης μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με το δημόσιο συμφέρον και την ύπαρξη των ίδιων των μνημείων και τη διαχείριση της μνήμης.

Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να το επιτρέψουμε να πραγματοποιηθεί. Το οφείλουμε στον εαυτό μας. Το οφείλουμε στις επόμενες γενιές.

 * Ο Δέδες Λιώνης είναι αρχαιολόγος, πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠ.ΠΟ.

Πηγή: Η Αυγή 

Σχετικά ‘Αρθρα:


Δεν υπάρχουν σχόλια: