Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

«Κάν' το όπως στη Θεσσαλονίκη»

23 Σεπτεμβρίου 2019 
Του Δέδε Λιώνη*

Μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού για την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, επανήλθε στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της διαχείρισης των αρχαιοτήτων, όταν αυτές «εμποδίζουν» επενδυτικά ή άλλα αναπτυξιακά σχέδια.

Νομίζω ότι σ΄ αυτή την περίπτωση κανείς πρέπει να διακρίνει τις πολλές διαστάσεις που εμφιλοχωρούν και να αποφύγει τις αφόρητες κοινοτοπίες περί των «κακών αρχαιολόγων», που εμποδίζουν την ανάπτυξη, ή των αρχαιοτήτων που εργαλειοποιούμενες είναι χρήσιμες όταν πρόκειται να θεμελιώσουν αφηγήματα εθνικής ενσυναίσθησης και ταυτότητας.

Από το 2013 δημιουργείται το γνωστό θέμα. Πρέπει να διατηρηθούν ή όχι κατά χώραν οι αρχαιότητες στον συγκεκριμένο σταθμό; Τότε η απόφαση έγειρε προς την πλευρά της απόσπασης και επανατοποθέτησης του μνημειακού συνόλου στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.

Αμέσως εγείρονται οι πρώτες αμφιβολίες. Τόσο η σημασία των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων για την Θεσσαλονίκη όσο και ο εκπληκτικός βαθμός διατήρησης του συνόλου (το βυζαντινό τετράπυλο και η διασταύρωση των δύο κυρίων οδών της πόλης) δεν μπορεί παρά να αποτελέσουν ένα καινούριο τοπόσημο για τη Θεσσαλονίκη και συνάμα μαρτυρία μιας ιστορικής φάσης της πόλης, που θα βρίσκεται σε άμεσο διάλογο με το περιβάλλον και με τους κατοίκους της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας αποδεκτό από την ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι μνημεία και μνημειακά σύνολα μπορούν και πρέπει να αναδεικνύονται κατά χώραν.

Πίσω στο 2013...

Όμως, πέραν της αρχαιολογικής διάστασης, εθνικής και παγκόσμιας, υπάρχουν κι άλλες πτυχές του θέματος. Για παράδειγμα, γιατί ο κ. Μητσοτάκης γύρισε το ρολόι του χρόνου στο 2013, καταργώντας ουσιαστικά στην ομιλία του τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ και την ακόλουθη Υπουργική Απόφαση του 2017, που προβλέπει τόσο την τεχνική λύση, όσο και τους όρους διατήρησης και συνύπαρξης του μνημειακού συνόλου με τον σταθμό του μετρό. Δεν νομίζω ότι πρόκειται μόνο για τη λαϊκίστικη αντίληψη, που παρουσιάζει τους αρχαιολόγους ως «εχθρούς της ανάπτυξης». Η καλύτερη απάντηση είναι τα μεγάλα δημόσια έργα, που ολοκληρώθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Παντού βρέθηκαν αρχαιότητες, π.χ. στο μετρό της Αθήνας ή στην κατασκευή των μεγάλων Ολυμπιακών έργων, κι όπου κρίθηκε απαραίτητο οι αρχαιότητες διατηρήθηκαν και τα έργα ολοκληρώθηκαν. Παράδειγμα, η έκθεση με κινητές αρχαιότητες στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος ή ο σταθμός του μετρό στο Μοναστηράκι.

Ένα δαπανηρό ράβε - ξήλωνε

Η λαϊκίστικη διάσταση συσκοτίζει την τρίτη διάσταση του ζητήματος, που είναι η οικονομική. Συγκεκριμένα: μέχρι σήμερα για τον συγκεκριμένο σταθμό υλοποιείται η Υ.Α. του 2017. Ήδη στον εργολάβο έχουν αποπληρωθεί οι μελέτες που ήταν απαραίτητες για την κατασκευή του σταθμού, ενσωματώνοντας την πρόβλεψη για την in situ διατήρηση των αρχαιοτήτων, έχουν αποπληρωθεί κατασκευαστικές εργασίες, π.χ. η πλάκα οροφής του σταθμού. Αν τώρα γυρίσουμε τον χρόνο στο 2013, αυτά τα χρήματα χάνονται, καθώς παύουν να έχουν λόγο ύπαρξης τόσο οι μελέτες όσο και οι συντελεσμένες κατασκευαστικές εργασίες. Αν υλοποιηθεί το σχέδιο της απόσπασης και επανατοποθέτησης, θα πρέπει να επικαιροποιηθούν οι μελέτες επανακατασκευής του σταθμού χωρίς τις αρχαιότητες, με κόστος που δεν γνωρίζουμε, και θα πρέπει να αναιρεθούν όλες οι κατασκευές που υπάρχουν σήμερα. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα δαπανηρό ράβε - ξήλωνε και βέβαια θα πρέπει να επιβαρυνθεί το έργο με το κόστος της νέας κατασκευής. Ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε τα κόστη για τις μελέτες απόσπασης κι επανατοποθέτησης και τα κόστη για τις αντίστοιχες εργασίες. Σ’ αυτό το εφιαλτικό οικονομικό σενάριο θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και τα πιθανά πρόστιμα, που θα είναι υποχρεωμένο να πληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο προς τον εργολάβο για την καθυστέρηση που θα προκύψει στο έργο. Συνυπολογίζοντας κανείς τα ποσά μπορεί εύκολα να καταλάβει γιατί πολλά συμφέροντα ξιφουλκούν υπέρ της απόσπασης κι επανατοποθέτησης.

Η συγκεκριμένη «μη λύση» όμως έχει και την κοινωνική - περιβαλλοντική της διάσταση. Έχει δημόσια διατυπωθεί ότι θα υπάρξει τουλάχιστον διετής καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου. Όσοι ζουν ή έχουν επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, ξέρουν από πρώτο χέρι τον εφιάλτη του κυκλοφοριακού κομφούζιου στις κεντρικές οδικές αρτηρίες της πόλης λόγω της αναγκαίας ύπαρξης των εργοταξίων, την αναστάτωση της οικονομικής ζωής του κέντρου, την επιβάρυνση με ρύπους από τον κυκλοφοριακό φόρτο. Η λειτουργία του μετρό προφανώς αποφορτίζει αυτή την κατάσταση. Με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου είναι επακόλουθη η χρονική επιμήκυνση αυτής της αφόρητης κατάστασης.

Θεσμική παρεκτροπή

Η πρωθυπουργική εξαγγελία όμως κρύβει και θεσμική παρεκτροπή. Είναι γνωστό, ότι για μείζονα ζητήματα γνωμοδοτεί το ΚΑΣ και κατόπιν εκδίδεται η σχετική Υπουργική Απόφαση. Σήμερα ισχύει η δέσμευση, όπως προκύπτει από τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ και την Υπουργική Απόφαση, για την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό μετρό Βενιζέλου. Για να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη μεταχείριση των αρχαιοτήτων, θα πρέπει να ξανασυνεδριάσει το ΚΑΣ και να γνωμοδοτήσει εκ νέου. Όποιος προεξαγέλλει γνωμοδότηση του ΚΑΣ, ακόμα κι αν είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, υποπίπτει σε θεσμικό ατόπημα παραβιάζοντας την ανεξαρτησία του οργάνου. Δεν θυμόμαστε ποτέ στο παρελθόν να έχει προηγηθεί η έκφραση πολιτικής βούλησης, που θα καθοδηγήσει ουσιαστικά το ΚΑΣ στη γνωμοδότηση.

Πέραν της θεσμικής διάστασης υπάρχει και η νομική πλευρά. Ο Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002 αναφέρει στο άρθρο 42: «Η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τεχνική λύση έχει ήδη εξευρεθεί από το 2017 και η οποιαδήποτε απόπειρα μετακίνησης του μνημειακού συνόλου από τη θέση του απλώς παραβιάζει τον νόμο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας για άλλη μια φορά θα την καταπατήσουν.

Πώς διαχειριζόμαστε την πολιτιστική κληρονομιά

Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι όλες οι προηγούμενες ενστάσεις με κάποιο μαγικό τρόπο ξεπεραστούν, παραμένει το βασικό ερώτημα. Ποιο είναι το μοντέλο διαχείρισης των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος; Με ποιο τρόπο η ελληνική Πολιτεία και η ελληνική κοινωνία θα μεταχειριστεί την πολιτιστική της κληρονομιά; Το βυζαντινό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης είχε την τύχη να συναντηθεί με ένα μεγάλο σύγχρονο δημόσιο έργο. Θα βρεθούν σε αντιπαράθεση ή σε ένα γόνιμο και πλούσιο διάλογο; Θα αποσπαστούν τα μνημεία από τη θέση τους ή θα παραμείνουν εκεί που ο ανθρώπινος μόχθος τα τοποθέτησε για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας που τα κατασκεύασε; Ακόμα περισσότερο, θα συνεχίσουμε να είμαστε εγκλωβισμένοι στο πλαστό δίλημμα ή αρχαία ή έργα; Τα μνημεία θα μπουν στον φαύλο κύκλο της εργαλειοποίησής τους εξυπηρετώντας οικονομικά συμφέροντα, ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ή ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας; Νομίζω ότι η μη λύση που προτάθηκε είναι επικίνδυνη τόσο για την τύχη των αρχαίων όσο και εξαιτίας της επιβολής αυτού του διαχειριστικού μοντέλου, που μπορεί να μας απασχολήσει στο μέλλον και για άλλες, ανάλογες υποθέσεις.

Έχουμε τη δυνατότητα ως κοινωνία να είμαστε υπερήφανοι, αν διασωθούν τα αρχαία στο σταθμό μετρό Βενιζέλου μέσα από σύγχρονες αντιλήψεις για την διαχείριση των αρχαιοτήτων, θα έχουμε την ατυχία για άλλη μια φορά να θρηνούμε για την καταστροφή σημαντικών τεκμηρίων της ιστορίας της χώρας μας, αν το δόγμα «κάν’ το όπως στη Θεσσαλονίκη» γενικευτεί.


* O Δέδες Λιώνης είναι αρχαιολόγος, πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων