(Το κείμενο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του υπογράφοντος)
Εισαγωγή
Μεταξύ των εκατοντάδων μέτρων που η συγκυβέρνηση του ΔΝΤ και της Ε.Ε.
προωθεί για το επόμενο διάστημα είναι και η επιτάχυνση των διαδικασιών «αξιολόγησης»
στο δημόσιο τομέα. Η προωθούμενη «αξιολόγηση» είναι διπλή και αφορά (α) στην αξιολόγηση
των Υπηρεσιών (ή όπως συνήθως για λόγους συσκότισης αναφέρεται των «δομών») και
(β) στην αξιολόγηση των εργαζομένων.
Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις
Η συνεχής και καταχρηστική χρήση λέξεων
όπως «αξιοκρατία», «αξιοκρατικά»,
«άξιοι», «αξιολόγηση», συχνά συνοδευόμενες
από διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς υποτίθεται αποσαφηνίζουν το «πραγματικό περιεχόμενο» και περιγράφουν έναν καλύτερο ή και ιδεατό
δημόσιο τομέα. Η «αξιοκρατία» έχει διεισδύσει και στο λεξιλόγιο της
αριστεράς ως απάντηση ή πρόταση για μια σειρά ζητήματα. Για παράδειγμα γίνεται
αναφορά σε «αξιοκρατικές διαδικασίες»,
«αξιοκρατικές προσλήψεις», «αξιοκρατική στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών» κ.λπ. Στα
ίδια κείμενα θα συναντήσουμε κι άλλες λέξεις κλειδιά: αναξιοκρατία,
αποτελεσματικότητα, εκσυγχρονισμός κ.λπ.
Είναι ανάγκη λοιπόν να προσεγγίσουμε το
θέμα και να αναλύσουμε το πραγματικό
περιεχόμενο, τις αντιλήψεις που κρύβει ή υπονοεί η χρήση των όρων αυτών (μιας
και σπάνια οι λάτρεις των όρων αυτών μπαίνουν στο κόπο να γίνουν πιο αναλυτικοί
και περιγραφικοί).
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η χρήση των όρων αυτών παραπέμπει σε ηθικές
αναφορές και όχι σε πολιτικές απόψεις – προτάσεις.
Οι δύο διαδικασίες (αξιολόγηση υπηρεσιών –
αξιολόγηση υπαλλήλων) δεν είναι ανεξάρτητες, ούτε αυτόνομες, αλλά τέμνονται σε
πολλαπλά επίπεδα.
Αξιολόγηση Υπηρεσιών
Η αξιολόγηση των Υπηρεσιών στοχεύει κατ’
αρχήν στην κατάργηση υπηρεσιών και στην εκχώρηση
λειτουργιών και αρμοδιοτήτων που σήμερα ασκούνται από το Δημόσιο, στους ιδιώτες.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί ένα ακόμη
βήμα στην πλήρη αναίρεση και ιδεολογική διαγραφή από τη συλλογική μνήμη,
συνείδηση και «απαίτηση» κάθε εκδοχής αυτού που κατανοούμε ως «κοινωνικό
κράτος» - «κράτος πρόνοιας».
Η εκχώρηση αφορά
ιδιαίτερα σε εκείνο το υποσύνολο των λειτουργιών και αρμοδιοτήτων που
αφενός παρουσιάζει μεγάλα περιθώρια
κερδοφορίας για το κεφάλαιο («φιλέτα»)
εν μέσω κρίσης κι αφετέρου δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις και δεσμεύσεις
κεφαλαίων. Παράλληλα, επειδή συνήθως πρόκειται για λειτουργίες απαραίτητες και
«ανελαστικές» με «εξασφαλισμένη πελατεία» για το κεφάλαιο (και άρα μικρό
ρίσκο).
Η αξιολόγηση
σχετίζεται, επίσης, με τη μελλοντική κατανομή των περιορισμένων οικονομικών
πόρων.
Η γενική αυτή
κίνηση καταλήγει και αποκρυσταλλώνεται θεσμικά μέσα από νέους συρρικνωμένους οργανισμούς στα Υπουργεία. Ως φυσικό
επακόλουθο προκύπτει «πλεονάζον προσωπικό» το οποίο οδηγείται με διάφορους
τρόπους στην απόλυση (ανεξάρτητα από το πώς κάθε φορά προβάλλεται για να
συσκοτίσει το πραγματικό περιεχόμενο: «εφεδρεία», «συνταξιοδοτική ωρίμανση»,
«προσυνταξιοδοτικό στάδιο» κλπ).
Ο συνδυασμός της
απόσπασης αρμοδιοτήτων, της μείωσης της χρηματοδότησης και του προσωπικού
οδηγεί σε υπηρεσίες φαντάσματα, οι οποίες θα αδυνατούν να ανταποκριθούν με
στοιχειώδη επάρκεια στην αποστολή τους και επομένως ακόμη κι αν διασωθούν σε πρώτη φάση,
στην επόμενη θα αποτύχουν «να πιάσουν τους στόχους» της αξιολόγησης με ότι αυτό
συνεπάγεται.
Αξιολόγηση των εργαζομένων
Η αξιολόγηση των εργαζομένων έχει πολλαπλή
στόχευση.
Άμεσα θα οδηγήσει σε απολύσεις και επομένως η διαδικασία της αξιολόγησης
είναι απλά προσχηματική και επιχειρεί να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των
εργαζομένων την απόλυση όχι ως αποτέλεσμα της πολιτικής αλλά ως αποτέλεσμα μιας
ουδέτερης, αντικειμενικής διαδικασίας.
Η «ατομική αξιολόγηση» ως διαδικασία, πέρα
από ζητήματα που σχετίζονται με τα κριτήρια (ποιος τα θέτει, πως τα επιλέγει,
πως τα ιεραρχεί – αξιολογεί, πως τα «μετρά» κλπ) επιχειρεί να διασπάσει τη
συλλογικότητα και να μεταθέσει την ευθύνη για την απόλυση από την κυβερνητική
πολιτική ατομικά σε κάθε εργαζόμενο. Καλλιεργεί τις πιο χυδαίες εκδοχές του
ανταγωνισμού (κι όχι π.χ. της συνεργασίας) μεταξύ των εργαζομένων, διασπά την
κοινότητα συμφερόντων και προσδοκιών.
Στην αξιολόγηση ο κάθε εργαζόμενος είναι
«μόνος», η ευθύνη (και οι ενοχές) για την «αποτυχία» του είναι «ατομικές» (Ας
διάβαζε περισσότερο, ας ήταν ικανός, ας είχε επιδείξει έγκαιρα ζήλο και
ενδιαφέρον να επιμορφωθεί κλπ).
Φυσικά μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό της
εξατομίκευσης υπεισέρχονται καλά συγκαλυμμένες και άλλες επικίνδυνες αντιλήψεις
όπως εκείνες της φυλετικής ανισότητας (δεν είναι όλοι «έξυπνοι», «ικανοί» εκ
φύσεως) και της κοινωνικής ανισότητας.
Οι αλλεπάλληλες αξιολογήσεις επιδιώκουν να
επιβάλουν το πρότυπο του «ευέλικτου» και του «απασχολήσιμου», δηλαδή του
εργαζόμενου που δεν θα έχει σταθερούς σκοπούς και ιδεώδη στη ζωή του αλλά θα
κυνηγά πάση θυσία να ανταποκριθεί στα εκάστοτε κυρίαρχα αγοραία πρότυπα και
κριτήρια αξιολόγησης.
Είναι προφανές ότι η αξιολόγηση ως επαναλαμβανόμενη
περιοδικά «απειλή-δοκιμασία» δημιουργεί και ισχυροποιεί μηχανισμούς φόβου,
ανασφάλειας, πειθάρχησης και υποταγής.
Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει την αναπαραγωγή και ισχυροποίηση μιας σκληρής
ιεραρχίας στο εσωτερικό των δημοσίων υπηρεσιών, όπου ο υπάλληλος εξαρτάται από
τον προϊστάμενο, ο οποίος με τη σειρά του και διαμέσου διαφόρων τυπικών ή
άτυπων δικτύων ιεραρχίας καταλήγει να εξαρτάται ευθέως από την πολιτική ηγεσία.
Τα παραπάνω αποτελούν και το υπόβαθρο, πάνω
στο οποίο θα αναπτύσσεται ο «καριερισμός», ένα περίπλοκο σύστημα
ένταξης-αποκλεισμού και ανέλιξης στη γραφειοκρατική ιεραρχική κλίμακα των
κρατικών μηχανισμών.
Θα μπορούσαμε, τέλος, επιπλέον να αναρωτηθούμε ποιος ορίζει και
ποιος αξιολογεί τους αξιολογητές, με την έννοια ότι εν τέλει πρόκειται για μια
(αυτό)ανακηρυσσόμενη κάστα, ένα ακόμα κλειστό σύστημα, ένα ιερατείο που
συμβάλλει στην αναπαραγωγή των ταξικών διαχωρισμών, στον καταμερισμό της
εργασίας και στην αναπαραγωγή των «ελίτ».
Αντί επιλόγου
Η «αξιολόγηση» είναι μια διαδικασία
ιδεολογικής, πολιτικής και συνδικαλιστικής πειθάρχησης και υποταγής των εργαζομένων στο
δημόσιο τομέα και ως τέτοια δημιουργεί πολλαπλά αποτελέσματα. Αν σε μια πρώτη
προσέγγιση οι εργαζόμενοι πρέπει να ακυρώσουν, να ματαιώσουν κάθε τέτοια
διαδικασία, σε μια δεύτερη και ενδεχομένως πιο κρίσιμη προσέγγιση η «αξιολόγηση»
αποτελεί το πεδίο που η αριστερά πρέπει να αναμετρηθεί με το σκληρό πυρήνα της φιλελεύθερης
ιδεολογίας. Ο λόγος της εκτός από αποκαλυπτικός πρέπει να είναι και λόγος που
θα συγκροτεί σταδιακά την απαραίτητη ιδεολογική ηγεμονία της. Κι αυτό είναι ένα
κρίσιμο στοίχημα που αφορά όλους μας.